- ὑποβεβηκότως
- ὑποβεβηκότως, Adv.A downwards, by a non-recurring succession, Ocell.1.14.2 in a subordinate way, opp. γενικῶς, Nicom.Ar.2.20.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποβεβηκότως — downwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβεβηκότως — ΜΑ επίρρ. πολύ σιγά, ήρεμα («μεγάλῃ τῇ φωνῇ... ἧσσον... ὑποβεβηκότως», Αθανάσ.) αρχ. 1. ειδικά 2. καθοδικά, προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὑποβεβηκώς, ότος τού ρ. ὑποβαίνω] … Dictionary of Greek